καθυστέρηση λόγου και ομιλίας
Η καθυστέρηση ομιλίας ή γλωσσική καθυστέρηση (ΕΓΚ) είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται με συχνότητα 4-5% στην προσχολική ηλικία, ειδικότερα στην ηλικία των 3 ετών περίπου.
Ο όρος ΕΓΔ αποδίδει διαταραχές λόγου εμφανιζόμενες ως γενικά ελλειμματική ή προβληματική κατανόηση-έκφραση λόγου, που συχνά συνοδεύονται από άλλες ηπιότερες η βαρύτερες νευροψυχολογικές διαταραχές. Είναι απαραίτητη μια πρώιμη αξιολόγηση-παρέμβαση, προκειμένου να αποκλειστούν ενδεχόμενα διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών επικοινωνίας που ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού ή άλλα προβλήματα υγείας (π.χ. βαρηκοΐα) και να εφαρμοστεί ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα θεραπευτικής προσέγγισης, ώστε το παιδί να εισέλθει στο σχολικό περιβάλλον με τα ελάχιστα δυνατά προβλήματα.
Τα παιδιά με καθυστέρηση λόγου αργούν να πουν τις λέξεις «μαμά»-«μπαμπά», ή να μάθουν άλλες λέξεις και δυσκολεύονται να σχηματίσουν προτάσεις. Οι ήπιες μορφές διαπιστώνονται εύκολα με μια έγκαιρη αξιολόγηση λόγου-ομιλίας, αλλά γίνονται δύσκολα αντιληπτές μετά την είσοδο στο σχολείο. Στην προσχολική ηλικία, ένα παιδί με γλωσσική καθυστέρηση μπορεί να τραβά τους γονείς του από τα ρούχα, προκειμένου να τους τραβήξει την προσοχή και να τους δείξει ή να αποσπάσει αυτό που επιθυμεί, π.χ. νερό, ένα παιχνίδι κ.λπ. Αν η διαταραχή του λόγου δυσκολεύει πολύ το παιδί στην έκφρασή του, είναι δυνατό να δημιουργήσει εκνευρισμό και να οδηγήσει σε επιθετική συμπεριφορά.
Αν δεν συνυπάρχει νοητική υστέρηση, το παιδί μπορεί να κατανοεί, αλλά επειδή δεν μπορεί να μιλήσει επαρκώς, να χρήζει ανάγκης ενδυνάμωσης των στοματοπροσωπικών μυών και ενίσχυση του νοητικού του λεξικού. Η διαπίστωση συμπτωμάτων καθυστέρησης λόγου (φτωχό λεξιλόγιο-μικρές προτάσεις) επιβάλλει την έγκαιρη αξιολόγηση του παιδιού, για τη διάγνωση της διαταραχής και την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Αυτή περιλαμβάνει παρακολούθηση από Λογοθεραπευτή, που με τη βοήθεια της οικογένειας, επιδιώκει την ενδυνάμωση των αρθρωτών μυών του παιδιού, την αυτοματοποίηση των κινήσεών τους, με σκοπό την άρθρωση, τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου, την εκμάθηση πραγματολογικών εννοιών ή την εκφορά φθόγγων ομιλίας που κατακτώνται αρχικά, κατά τη φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη. Συχνά απαιτείται μάλιστα και συνεργασία με μέλη διεπιστημονικής ομάδας (π.χ. εργοθεραπευτής-παιδοψυχολόγος-ειδικός παιδαγωγός), και με τη σχολική μονάδα του παιδιού (παιδικός σταθμός-σχολείο).